θρῴσκων

θρῴσκων
θρῴσκω
leap
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρώσκων — θρῴσκω leap pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • υπαΐσσω — και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α 1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.) 2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.) 3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐσσω «κινούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”